μαστροπεία

μαστροπεία
(Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη διακεκριμένη. Απλή μ. θεωρείται η προαγωγή στην πορνεία ή η εξώθηση στη διαφθορά ανηλίκων, καθώς και η υπόθαλψη ή διευκόλυνση της πορνείας ή της διαφθοράς ανηλίκων, με σκοπό την εξυπηρέτηση της ακολασίας άλλων προσώπων. Η μ. αυτή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και με χρηματική ποινή 10.000-50.000 ευρώ. Γενικά, η μ. θεωρείται ακολασία που προσβάλλει τη γενετήσια κοσμιότητα και που στοχεύει στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Η προαγωγή έχει την έννοια της παρότρυνσης του ανηλίκου προς το εταιρικό επάγγελμα, ενώ η εξώθηση έχει την έννοια της διέγερσης στον ανήλικο των αισθημάτων εκείνων, που μπορούν να προκαλέσουν παρέκκλιση από τη γενετήσια ηθική. Σε αυτή την περίπτωση η έννοια της διαφθοράς συμπίπτει με τις ασελγείς πράξεις. Για το αδίκημα της μ. απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, μαζί με τον σκοπό εξυπηρέτησης της ακολασίας άλλων προσώπων. Η διακεκριμένη μ. εμφανίζεται με δυο μορφές, της μ. για ορισμένα πρόσωπα και της μ. κατ’ επάγγελμα. Η πρώτη μορφή αφορά την απλή μ., που συντελείται με θύματα ανήλικους κάτω των 15 ετών. Επίσης αφορά τη μ. που διαπράττεται με απατηλά μέσα, αυτή που διαπράττεται από ορισμένους στενούς συγγενείς ή εκείνους που έχουν αναλάβει την ανατροφή, τη διδασκαλία, την εποπτεία ή τη φύλαξη του ανήλικου και αυτή που διαπράττεται από υπάλληλο ο οποίος κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει η συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη πράξη. Και οι δυο αυτές περιπτώσεις τιμωρούνται με κάθειρξη και χρηματική ποινή 50.000-100.000 ευρώ. Η δεύτερη μορφή είναι η μ. που ασκείται ως επάγγελμα ή για κερδοσκοπικούς λόγους και αποβλέπει στην προαγωγή σε πορνεία γυναικών, έστω και ενήλικων. Η ποινή που επιβάλλεται σε αυτή την περίπτωση είναι φυλάκιση τουλάχιστον 18 μηνών και χρηματική ποινή. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει η δυνατότητα να επιβληθεί στον δράστη η αόριστη καταδίκη, όταν είναι υπότροπος, και γι’ αυτό τον λόγο προβλέπεται η ποινή της κάθειρξης.
* * *
η (Α μαστροπεία) [μαστροπεύω]
η ιδιότητα και η ασχολία τού μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαστροπεία — μαστροπείᾱ , μαστροπεία pandering fem nom/voc/acc dual μαστροπείᾱ , μαστροπεία pandering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστροπείᾳ — μαστροπείᾱͅ , μαστροπεία pandering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστροπεία — η το έργο του μαστροπού, του προαγωγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστροπείαν — μαστροπείᾱν , μαστροπεία pandering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγεία — η, ΝΑ [προαγωγεύω] 1. η ενέργεια τού προαγωγεύω, το έργο ή η ενασχόληση τού προαγωγού, παρακίνηση σε μαστροπεία, εξώθηση σε πορνεία, ρουφιανιά 2. φρ. «προαγωγείας γραφή» (αττ. δ.) δημόσια δίκη εναντίον εκείνων που ασκούσαν μαστροπεία και στους… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγικός — ή, ό / προαγωγικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγωγή («προαγωγικές εξετάσεις») αρχ. 1. ο επιτήδειος, ικανός στην προαγωγεία, στη μαστροπεία 2. αυτός που οδηγεί προς τα εμπρός, αυτός που συντελεί στην πρόοδο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • μαστροπικός — μαστροπικός, ή, όν (Α) [μαστροπός] αυτός που είναι πρόθυμος για μαστροπεία …   Dictionary of Greek

  • μαστροπότης — μαστροπότης, ἡ (Μ) [μαστροπός] μαστροπεία …   Dictionary of Greek

  • μαστροπώδης — μαστροπώδης, ῶδες (Α) [μαστροπός] αυτός που μοιάζει με μαστροπό ή είναι κατάλληλος για μαστροπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”